πολύβουος

πολύβουος
-η, -ο
πολυθόρυβος, θορυβώδης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύβοος — η, ο / πολύβοος, ον, ΝΜΑ, και πολύβουος, Ν αυτός που εκπέμπει πολλή βοή, πολύ θόρυβο («πολύβοη αγορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοος (< βοή) πρβλ. μεγαλό βοος] …   Dictionary of Greek

  • πολυρρόθιος — ον, Α [πολύρροθος] 1. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολύβουος* 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πλήττεται από τα κύματα τής δυστυχίας («ἐποικτίρασα πολυρροθίους ανθρώπους», Άρατ.) …   Dictionary of Greek

  • πολυθόρυβος — η, ο αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, ο θορυβώδης, ο πολύβουος: Οι μεγάλες πόλεις είναι πολυθόρυβες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”